- ψυχοτρόφῳ
- ψυχότροφονneut dat sgψυχοτρόφοςsustaining lifemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοτροφώ — έω, Α [ψυχοτρόφος] (συν. το παθ.) ψυχοτροφοῡμαι, έομαι διατηρούμαι στη ζωή … Dictionary of Greek